ακράδαντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακράδαντος | η | ακράδαντη | το | ακράδαντο |
| γενική | του | ακράδαντου | της | ακράδαντης | του | ακράδαντου |
| αιτιατική | τον | ακράδαντο | την | ακράδαντη | το | ακράδαντο |
| κλητική | ακράδαντε | ακράδαντη | ακράδαντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακράδαντοι | οι | ακράδαντες | τα | ακράδαντα |
| γενική | των | ακράδαντων | των | ακράδαντων | των | ακράδαντων |
| αιτιατική | τους | ακράδαντους | τις | ακράδαντες | τα | ακράδαντα |
| κλητική | ακράδαντοι | ακράδαντες | ακράδαντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακράδαντος < ελληνιστική κοινή ἀκράδαντος < αρχαία ελληνική κραδαίνω
Επίθετο
ακράδαντος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) σταθερός, ακλόνητος
- ※ Αλλά η «νόμιμη» βία, ακριβώς, γεννιέται από την ακράδαντη πεποίθηση αυτού που την ασκεί ότι παράγει νόημα —πολιτικό, κοινωνικό, προσωπικό. (εφ. Ελευθεροτυπία, 17.12.2009)
Συγγενικά
- ακράδαντα
- ακραδάντως
- → δείτε τη λέξη κραδαίνω
Μεταφράσεις
ακράδαντος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.