αμετάπειστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμετάπειστος | η | αμετάπειστη | το | αμετάπειστο |
| γενική | του | αμετάπειστου | της | αμετάπειστης | του | αμετάπειστου |
| αιτιατική | τον | αμετάπειστο | την | αμετάπειστη | το | αμετάπειστο |
| κλητική | αμετάπειστε | αμετάπειστη | αμετάπειστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμετάπειστοι | οι | αμετάπειστες | τα | αμετάπειστα |
| γενική | των | αμετάπειστων | των | αμετάπειστων | των | αμετάπειστων |
| αιτιατική | τους | αμετάπειστους | τις | αμετάπειστες | τα | αμετάπειστα |
| κλητική | αμετάπειστοι | αμετάπειστες | αμετάπειστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμετάπειστος < αρχαία ελληνική ἀμετάπειστος. Συγχρονικά αναλύεται σε στερητικό α- + (μεταπείθω) μεταπεισ- + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.meˈta.pi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐τά‐πει‐στος
Επίθετο
αμετάπειστος
- που δεν μεταπεείθεται, που δεν αλλάζει γνώμη παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν ή συνεχίζουν να καταβάλλονται
- που δεν πείθεται
- που επιμένει στην γνώμη του
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αμετάπειστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.