ακλόνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακλόνητος | η | ακλόνητη | το | ακλόνητο |
| γενική | του | ακλόνητου | της | ακλόνητης | του | ακλόνητου |
| αιτιατική | τον | ακλόνητο | την | ακλόνητη | το | ακλόνητο |
| κλητική | ακλόνητε | ακλόνητη | ακλόνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακλόνητοι | οι | ακλόνητες | τα | ακλόνητα |
| γενική | των | ακλόνητων | των | ακλόνητων | των | ακλόνητων |
| αιτιατική | τους | ακλόνητους | τις | ακλόνητες | τα | ακλόνητα |
| κλητική | ακλόνητοι | ακλόνητες | ακλόνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- ακλόνητος < (ελληνιστική κοινή) ἀκλόνητος < ἀ- στερητικό + κλονέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
ακλόνητος, -η, -ο
- που δεν κλονίζεται
- (μεταφορικά) που εφαρμόζει σταθερά τις απόψεις του, που παραμένει πιστός στις ιδέες του
- (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον αμφισβητήσεις, αδιάσειστος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.