χουλιγκανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χουλιγκανισμός | οι | χουλιγκανισμοί |
| γενική | του | χουλιγκανισμού | των | χουλιγκανισμών |
| αιτιατική | τον | χουλιγκανισμό | τους | χουλιγκανισμούς |
| κλητική | χουλιγκανισμέ | χουλιγκανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xu.li.ɡa.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χου‐λι‐γκα‐νι‐σμός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χούλιγκαν
Αναφορές
- χουλιγκανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.