χουλιγκανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χουλιγκανισμός οι χουλιγκανισμοί
      γενική του χουλιγκανισμού των χουλιγκανισμών
    αιτιατική τον χουλιγκανισμό τους χουλιγκανισμούς
     κλητική χουλιγκανισμέ χουλιγκανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χουλιγκανισμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική hooliganism< hooligan + -ism (-ισμός) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xu.li.ɡa.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χουλιγκανισμός

Ουσιαστικό

χουλιγκανισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.