βάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βάσιμος | η | βάσιμη | το | βάσιμο |
| γενική | του | βάσιμου | της | βάσιμης | του | βάσιμου |
| αιτιατική | τον | βάσιμο | τη | βάσιμη | το | βάσιμο |
| κλητική | βάσιμε | βάσιμη | βάσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βάσιμοι | οι | βάσιμες | τα | βάσιμα |
| γενική | των | βάσιμων | των | βάσιμων | των | βάσιμων |
| αιτιατική | τους | βάσιμους | τις | βάσιμες | τα | βάσιμα |
| κλητική | βάσιμοι | βάσιμες | βάσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βάσιμος
- που στηρίζεται πάνω σε κάτι λογικό και πραγματικό, που μπορεί να υποστηρίζεται με επιχειρήματα ή με αναφορά σε υπαρκτά δεδομένα
- δεν ξέρω αν οι φόβοι μου για το μέλλον του προγράμματος είναι βάσιμοι
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.