συμπτύσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
συμπτύσσομαι, π.αόρ.: συμπτύχθηκα, μτχ.π.π.: συνεπτυγμένος/συμπτυγμένος, (ενεργ.: συμπτύσσω)
- παθητική φωνή του ρήματος συμπτύσσω → δείτε την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.