ανθεκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθεκτικός η ανθεκτική το ανθεκτικό
      γενική του ανθεκτικού της ανθεκτικής του ανθεκτικού
    αιτιατική τον ανθεκτικό την ανθεκτική το ανθεκτικό
     κλητική ανθεκτικέ ανθεκτική ανθεκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθεκτικοί οι ανθεκτικές τα ανθεκτικά
      γενική των ανθεκτικών των ανθεκτικών των ανθεκτικών
    αιτιατική τους ανθεκτικούς τις ανθεκτικές τα ανθεκτικά
     κλητική ανθεκτικοί ανθεκτικές ανθεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθεκτικός < αρχαία ελληνική ἀνθεκτικός

Επίθετο

ανθεκτικός

  1. που έχει μεγάλη αντοχή, που δεν φθείρεται εύκολα ή που δεν παθαίνει εύκολα ζημιές
  2. (ιατρική) (για νόσο) που δεν αντιδρά θετικά σε εμβόλιο ή θεραπεία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.