ανθεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανθεκτικός | η | ανθεκτική | το | ανθεκτικό |
| γενική | του | ανθεκτικού | της | ανθεκτικής | του | ανθεκτικού |
| αιτιατική | τον | ανθεκτικό | την | ανθεκτική | το | ανθεκτικό |
| κλητική | ανθεκτικέ | ανθεκτική | ανθεκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανθεκτικοί | οι | ανθεκτικές | τα | ανθεκτικά |
| γενική | των | ανθεκτικών | των | ανθεκτικών | των | ανθεκτικών |
| αιτιατική | τους | ανθεκτικούς | τις | ανθεκτικές | τα | ανθεκτικά |
| κλητική | ανθεκτικοί | ανθεκτικές | ανθεκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανθεκτικός < αρχαία ελληνική ἀνθεκτικός
Επίθετο
ανθεκτικός
- που έχει μεγάλη αντοχή, που δεν φθείρεται εύκολα ή που δεν παθαίνει εύκολα ζημιές
- (ιατρική) (για νόσο) που δεν αντιδρά θετικά σε εμβόλιο ή θεραπεία
Μεταφράσεις
ανθεκτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.