fixed

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /fɪkst/
 

Επίθετο

παραθετικά
θετικός fixed
συγκριτικός more fixed
υπερθετικός most fixed

fixed (en)

  1. ορισμένος, σταθερός, ακίνητος, που μένει ίδιο, που δεν αλλάζει ή δεν μπορεί να αλλάξει
    fixed prices - ορισμένες τιμές
    on the fixed day for the wedding - την ορισμένη ημέρα για το γάμο
  2. τακτός
  3. μόνιμος
  4. έμμονος

Πολυλεκτικοί όροι

Ρηματικός τύπος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.