πότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πότης | οι | πότες |
| γενική | του | πότη | των | ποτών |
| αιτιατική | τον | πότη | τους | πότες |
| κλητική | πότη | πότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πότης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πότης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐της
Ουσιαστικό
πότης αρσενικό (θηλυκό πότρια)
- αυτός που πίνει συχνά ή μεγάλες ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά
Σύνθετα
- δεύτερο συνθετικό -πότης Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πότης στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά καφεπότης, συμπότης
- λήγουν σε -πότης - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη πίνω
Πηγές
- πότης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πότης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πότης | οἱ | πόται |
| γενική | τοῦ | πότου | τῶν | ποτῶν |
| δοτική | τῷ | πότῃ | τοῖς | πόταις |
| αιτιατική | τὸν | πότην | τοὺς | πότᾱς |
| κλητική ὦ! | πότᾰ | πόται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πότᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πόταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πότης, -ου αρσενικό (θηλυκό πότις)
- μέθυσος, μπεκρής
- (μεταφορικά, για λυχνάρι) που καταναλώνει πολύ λάδι
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πότης στο Βικιλεξικό: το πότης ως δεύτερο συνθετικό, όπως ενδεικτικά:
- ἀερσιπότης
- αἱμηπότης
- ἀκρατοπότης
- ἀκρητοπότης
- ἀκροπότης
- ἀμετροπότης
- ἀναγκαιοπότης
- ἀρρυθμοπότης
- βραχυπότης
- εἰαροπότης
- γαλακτοπότης
- γλευκοπότης
- γλυκυπότης
- ζωροπότης
- ἡδυπότης
- θερμοπότης
- ἰσχυροπότης
- καταπότης
- μετριοπότης
- οἰνοπότης
- ὀλιγοπότης
- πολυπότης
- προπότης
- συμπότης
- ὑδατοπότης
- ὑδροπότης
- φιλοπότης
- χανδοπότης
- χοοπότης
- ψυχοπότης
- ψυχροπότης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πίνω
Πηγές
- πότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.