πότρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πότρια οι πότριες
      γενική της πότριας των ποτριών
    αιτιατική την πότρια τις πότριες
     κλητική πότρια πότριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

γενική πληθυντικού και πότριων

Ουσιαστικό

πότρια (el) θηλυκό
πότης αρσενικό

  • γυναίκα που καταναλώνει-πίνει πολύ αλκοόλ (αλκοολούχα ποτά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.