πότρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πότρια | οι | πότριες |
| γενική | της | πότριας | των | ποτριών |
| αιτιατική | την | πότρια | τις | πότριες |
| κλητική | πότρια | πότριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
γενική πληθυντικού και πότριων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.