καταπότης

Νέα ελληνικά (el)

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν είναι μόνο κρητικό, ή και αλλού, σημασία, πηγές Sarri.greek  | 18:05, 2 Οκτωβρίου 2023 (UTC).


Ετυμολογία

καταπότης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καταπότης αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταπότης οἱ καταπόται
      γενική τοῦ καταπότου τῶν καταποτῶν
      δοτική τῷ καταπότ τοῖς καταπόταις
    αιτιατική τὸν καταπότην τοὺς καταπότᾱς
     κλητική ! καταπότ καταπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταπότ
γεν-δοτ τοῖν  καταπόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταπότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατα- + -πότης


(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα με παράθεμα από Ησύχιο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.