πότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πότης οι πότες
      γενική του πότη των ποτών
    αιτιατική τον πότη τους πότες
     κλητική πότη πότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πότης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πότης

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πότης

Ουσιαστικό

πότης αρσενικό (θηλυκό πότρια)

Σύνθετα

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη πίνω

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πότης οἱ πόται
      γενική τοῦ πότου τῶν ποτῶν
      δοτική τῷ πότ τοῖς πόταις
    αιτιατική τὸν πότην τοὺς πότᾱς
     κλητική ! πότ πόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πότ
γεν-δοτ τοῖν  πόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πότης < ανώμαλο θέμα πο- <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   όπως στο πίνω + -της

Ουσιαστικό

πότης, -ου αρσενικό (θηλυκό πότις)

  1. μέθυσος, μπεκρής
  2. (μεταφορικά, για λυχνάρι) που καταναλώνει πολύ λάδι

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πότης στο Βικιλεξικό: το πότης ως δεύτερο συνθετικό, όπως ενδεικτικά:

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πίνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.