φιλοπότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιλοπότης | οι | φιλοπότες |
| γενική | του | φιλοπότη | των | φιλοποτών |
| αιτιατική | τον | φιλοπότη | τους | φιλοπότες |
| κλητική | φιλοπότη | φιλοπότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλοπότης < αρχαία ελληνική φιλοπότης.[1] < φιλο- + -πότης
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φιλοπότης
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φιλοπότης | οἱ | φιλοπόται |
| γενική | τοῦ | φιλοπότου | τῶν | φιλοποτῶν |
| δοτική | τῷ | φιλοπότῃ | τοῖς | φιλοπόταις |
| αιτιατική | τὸν | φιλοπότην | τοὺς | φιλοπότᾱς |
| κλητική ὦ! | φιλοπότᾰ | φιλοπόται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλοπότᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φιλοπόταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φιλοπότης, -ου αρσενικό (θηλυκό φιλοπότις)
- που αγαπάει το ποτό, που αγαπάει το κρασί
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 174.1
- λέγεται δὲ ὁ Ἄμασις, καὶ ὅτε ἦν ἰδιώτης, ὡς φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ.
- Λέγεται ωστόσο ότι ο Άμασις και απλός ιδιώτης όταν ήταν, του άρεσαν το ποτό και τα χωρατά και δεν ήταν καθόλου σοβαρός άνθρωπος·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- λέγεται δὲ ὁ Ἄμασις, καὶ ὅτε ἦν ἰδιώτης, ὡς φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 79 (78-79)
- ὁδὶ δέ φησι Σωσίας πρὸς Δερκύλον | εἶναι φιλοπότην αὐτόν.
- Ο Σωσίας λέει στο Δερκύλο | πως θα ᾽ναι φίλος του πιοτού.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὁδὶ δέ φησι Σωσίας πρὸς Δερκύλον | εἶναι φιλοπότην αὐτόν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 174.1
Πηγές
- φιλοπότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλοπότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.