μπεκρής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπεκρής | οι | μπεκρήδες |
| γενική | του | μπεκρή | των | μπεκρήδων |
| αιτιατική | τον | μπεκρή | τους | μπεκρήδες |
| κλητική | μπεκρή | μπεκρήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπεκρής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بكری (bekri) [1] < περσική بکروی (bakrawī) < Μπεκρή Μουσταφά (Bekri Mustafa), μέθυσος που έζησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Μουράτ Δ΄ (1612‑1640) [2]
Κατά μία άποψη,[3] κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική όπως προκύπτει από το μεσαιωνικό μπεκριλίκιν < και δείτε παραπάνω
Ουσιαστικό
μπεκρής αρσενικό (θηλυκό μπεκρού και μπέκρω)
- (μειωτικό) άνθρωπος που μεθάει πίνοντας αλκοολούχα ποτά
- ※ Κι ένας απένταρος μπεκρής έξω απ’ το ταβερνάκι / συλλογισμένος κάθεται στο χαμηλό πορτάκι.
- Τραγούδι σε στίχους και μουσική τού Γιώργου Μητσάκη
- ※ Κι ένας απένταρος μπεκρής έξω απ’ το ταβερνάκι / συλλογισμένος κάθεται στο χαμηλό πορτάκι.
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μπεκρημεζές, μπεκρή μεζές
- μπεκροκανάτα
- μπεκροκανάτας
- μπεκρολογώ
- μπεκροπίνω
- μπεκρού
- μπεκρουλιάζω
- μπεκρούλιακας
- μπέκρω
- παλιομπεκρής
- παλιομπεκρού
- μπεκρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μπεκρής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Giese, F., “Bekrī Muṣṭafā Ag̲h̲a”, in: Encyclopaedia of Islam, Second Edition, Edited by: P. Bearman, Th. Bianquis, C.E. Bosworth, E. van Donzel, W.P. Heinrichs.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.