πολυπότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πολυπότης | οἱ | πολυπόται |
| γενική | τοῦ | πολυπότου | τῶν | πολυποτῶν |
| δοτική | τῷ | πολυπότῃ | τοῖς | πολυπόταις |
| αιτιατική | τὸν | πολυπότην | τοὺς | πολυπότᾱς |
| κλητική ὦ! | πολυπότᾰ | πολυπόται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυπότᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυπόταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολυπότης, -ου αρσενικό (θηλυκό πολυπότις)
- αυτός που καταναλώνει πολλά οινοπνευματώδη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀερίων ὑδάτων καὶ τόπων, (De aere, aquis, locis), 4, p.20 , @scaife.perseus
- Ἐδωδοὺς δὲ ἀνάγκη τὰς τοιαύτας φύσιας εἶναι, καὶ οὐ πολυπότας· οὐ γὰρ οἷόν τε ἅμα πολυβόρους τε εἶναι καὶ πολυπότας·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Αἴτια φυσικά, 31 @scaife.perseus
- διὰ τί ἄμπελος οἴνῳ ῥαινομένη, μάλιστα τῷ ἐξ αὑτῆς, ἀναξηραίνεται; πότερον, ὥσπερ ἐν τοῖς πολυπόταις γίνεται φαλάκρωσις, ὑπὸ θερμότητος τοῦ οἴνου τὸ ὑγρὸν ἐξατμίζοντος·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κίμων, 4.3 @scaife.perseus
- Κίμων δὲ μειράκιον παντάπασιν ἀπολειφθεὶς μετὰ τῆς ἀδελφῆς ἔτι κόρης οὔσης καὶ ἀγάμου τὸν πρῶτον ἠδόξει χρόνον ἐν τῇ πόλει καὶ κακῶς ἤκουεν ὡς ἄτακτος καὶ πολυπότης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀερίων ὑδάτων καὶ τόπων, (De aere, aquis, locis), 4, p.20 , @scaife.perseus
- ιωνικός τύπος : πουλυπότης
Πηγές
- πολυπότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολυπότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.