πότις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πότις αἱ πότιδες
      γενική τῆς πότιδος τῶν ποτίδων
      δοτική τῇ πότιδ ταῖς πότισ(ν)
    αιτιατική τὴν πότιν τὰς πότιδᾰς
     κλητική ! πότι πότιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πότιδε
γεν-δοτ τοῖν  ποτίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πότις < πότ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ις

Ουσιαστικό

πότις, -ιδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.