μέθυσος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μέθυσος < αρχαία ελληνική μέθυσος < μεθύω
Συνώνυμα
Οι λέξεις που ακολουθούν είναι οικείες.
- βαρελόφρων (χιουμοριστικό)
- κανάτας
- κρασοκανάτας
- κρασοπατέρας
- μεθύστακας
- μπεκρής
- μπεκροκανάτας
- μπεκρόμουτρο
- μπεκρούλιακας
επίσης σε διάφορα νεοελληνικά ιδιώματα:[1]
- καυκιός (Σύμη)
- κρασογάιδαρος (Άμφισσα)
- πενταπιούσης (Άνδρος)
- ποτηρόπιστος (Χίος)
- ρακοπαπαράς (Μακεδονία)
- ρούφακας (Σύρος)
- ρουφοξιδιάς (Μέγαρα)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Βραχιονίδου Μαρία, Οι μειωτικοί/υβριστικοί όροι για τα ανδρικά ‘ελαττώματα’ στις διαλέκτους και τη ΝΕΚ, (2016), Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 36: 66-76.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.