ἀκρητοπότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ἀκρητοπότης < ἄκρητο(ς) + -πότης
Ουσιαστικό
ἀκρητοπότης, -ου αρσενικό
- ιωνικός τύπος του ἀκρατοπότης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 84.1
- Ἀργεῖοι μέν νυν διὰ ταῦτα Κλεομένεά φασι μανέντα ἀπολέσθαι κακῶς, αὐτοὶ δὲ Σπαρτιῆταί φασι ἐκ δαιμονίου μὲν οὐδενὸς μανῆναι Κλεομένεα, Σκύθῃσι δὲ ὁμιλήσαντά μιν ἀκρητοπότην γενέσθαι καὶ ἐκ τούτου μανῆναι.
- Λοιπόν οι Αργείοι λένε πως αυτά στάθηκαν η αιτία να τρελαθεί ο Κλεομένης και να κακοθανατίσει, όμως οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες λένε πως δεν ήταν κάποια θεία δίκη που προκάλεσε την τρέλα του Κλεομένη, αλλά η συναναστροφή του με τους Σκύθες είναι που τον έκανε να πίνει το κρασί ανέρωτο, κι απ᾽ αυτό τρελάθηκε.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἀργεῖοι μέν νυν διὰ ταῦτα Κλεομένεά φασι μανέντα ἀπολέσθαι κακῶς, αὐτοὶ δὲ Σπαρτιῆταί φασι ἐκ δαιμονίου μὲν οὐδενὸς μανῆναι Κλεομένεα, Σκύθῃσι δὲ ὁμιλήσαντά μιν ἀκρητοπότην γενέσθαι καὶ ἐκ τούτου μανῆναι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 84.1
Συγγενικά
- ἀκρητοποσίη
- ἀκρατοποτέω
- Ἄκρητος
- ἀκρητότης
- → και δείτε τις λέξεις ἄκρατος, ἄκρητος, ἀκρατοπότης, πότης και πίνω
Πηγές
- ἀκρατοπότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκρητοπότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.