ἀκρατοπότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀκρατοπότης οἱ ἀκρατοπόται
      γενική τοῦ ἀκρατοπότου τῶν ἀκρατοποτῶν
      δοτική τῷ ἀκρατοπότ τοῖς ἀκρατοπόταις
    αιτιατική τὸν ἀκρατοπότην τοὺς ἀκρατοπότᾱς
     κλητική ! ἀκρατοπότ ἀκρατοπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκρατοπότ
γεν-δοτ τοῖν  ἀκρατοπόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀκρατοπότης < ἄκρατο(ς) + -πότης

Ουσιαστικό

ἀκρατοπότης, -ου αρσενικό

Συγγενικά

  • ἀκρατοποσία
  • ἀκρατοποτέω
  • Ἀκρατοπότης
  • ἀκρατοπώλης
  •  και δείτε τις λέξεις ἄκρατος, ἀκρητοπότης, πίνω και πότης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.