φαντός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαντός | η | φαντή | το | φαντό |
| γενική | του | φαντού | της | φαντής | του | φαντού |
| αιτιατική | τον | φαντό | τη | φαντή | το | φαντό |
| κλητική | φαντέ | φαντή | φαντό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαντοί | οι | φαντές | τα | φαντά |
| γενική | των | φαντών | των | φαντών | των | φαντών |
| αιτιατική | τους | φαντούς | τις | φαντές | τα | φαντά |
| κλητική | φαντοί | φαντές | φαντά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαντός < υφαντός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.