φανοκόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φανοκόρος | οι | φανοκόροι |
| γενική | του | φανοκόρου | των | φανοκόρων |
| αιτιατική | τον | φανοκόρο | τους | φανοκόρους |
| κλητική | φανοκόρε | φανοκόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.noˈko.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νο‐κό‐ρος
Ουσιαστικό
φανοκόρος αρσενικό
- (επάγγελμα) ο υπάλληλος του δήμου που φρόντιζε να ανάβουν οι δημοτικοί φανοστάτες των δρόμων που δούλευαν με φωταέριο
- ↪Με τον ερχομό όμως του ηλεκτρικού ρεύματος το επάγγελμα του φανοκόρου έσβησε...
- ※ Οι φανοκόροι της Δημαρχίας, φορτωμένοι τα σύνεργά τους άναβαν ένα-ένα τα λαδοφάναρα του κεντρικού τούτου δρόμου της μικρής ελληνικής πρωτεύουσας [...] (Τάσος Βουρνάς (1963) Το ξεκίνημα της φωτιάς, εκδόσεις Αδελφών Τολίδη, 1974, μεταγραφή από πολυτονικό. ΣτΕ:Η σκηνή διαδραματίζεται το 1848.)
Συνώνυμα
-
φανοκόρος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
φανοκόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.