φαεινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαεινός | η | φαεινή | το | φαεινό |
| γενική | του | φαεινού | της | φαεινής | του | φαεινού |
| αιτιατική | τον | φαεινό | τη | φαεινή | το | φαεινό |
| κλητική | φαεινέ | φαεινή | φαεινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαεινοί | οι | φαεινές | τα | φαεινά |
| γενική | των | φαεινών | των | φαεινών | των | φαεινών |
| αιτιατική | τους | φαεινούς | τις | φαεινές | τα | φαεινά |
| κλητική | φαεινοί | φαεινές | φαεινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαεινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαεινός
- για τη μεταφορική σημασία < πιθανόν σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική bright [1]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φαεινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φαεινός | ἡ | φαεινή | τὸ | φαεινόν |
| γενική | τοῦ | φαεινοῦ | τῆς | φαεινῆς | τοῦ | φαεινοῦ |
| δοτική | τῷ | φαεινῷ | τῇ | φαεινῇ | τῷ | φαεινῷ |
| αιτιατική | τὸν | φαεινόν | τὴν | φαεινήν | τὸ | φαεινόν |
| κλητική ὦ! | φαεινέ | φαεινή | φαεινόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | φαεινοί | αἱ | φαειναί | τὰ | φαεινᾰ́ |
| γενική | τῶν | φαεινῶν | τῶν | φαεινῶν | τῶν | φαεινῶν |
| δοτική | τοῖς | φαεινοῖς | ταῖς | φαειναῖς | τοῖς | φαεινοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | φαεινούς | τὰς | φαεινᾱ́ς | τὰ | φαεινᾰ́ |
| κλητική ὦ! | φαεινοί | φαειναί | φαεινᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαεινώ | τὼ | φαεινᾱ́ | τὼ | φαεινώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | φαεινοῖν | τοῖν | φαειναῖν | τοῖν | φαεινοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
φαεινός, -ή, -όν, συγκριτικός :φαεινότερος/φαάντερος, υπερθετικός : φαεινότατος/φαάντατος
- που λάμπει, ο ακτινοβόλος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 610
- ... θώρηκα φαεινότερον πυρὸς αὐγῆς (με θώρακα πιο λαμπερό και από τη λάμψη της αυγής)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 610
- ο λαμπρός, ο έξοχος
- ο καθαρός
- ο ευκρινής
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- φαεινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαεινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.