Φάνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Φάνης | οι | Φάνηδες |
| γενική | του | Φάνη | των | Φάνηδων |
| αιτιατική | τον | Φάνη | τους | Φάνηδες |
| κλητική | Φάνη | Φάνηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Φάνης < Θεοφάνης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfa.nis/
Μεταφράσεις
Φάνης
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Φάνης | ||
| γενική | τοῦ | Φάνητος | ||
| δοτική | τῷ | Φάνητῐ & Φάνῃ | ||
| αιτιατική | τὸν | Φάνητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | Φάνης | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Φάνης < φαίνω φαν-
Κύριο όνομα
Φάνης αρσενικό
Πηγές
- Φάνης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Φάνης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.