φανοστάτης

Νέα ελληνικά (el)

Το πάνω μέρος ενός φανοστάτη στη Γερμανία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανοστάτης οι φανοστάτες
      γενική του φανοστάτη των φανοστατών
    αιτιατική τον φανοστάτη τους φανοστάτες
     κλητική φανοστάτη φανοστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανοστάτης < φανός + -στάτης ( < ἵστημι)

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.noˈsta.tis/

Ουσιαστικό

φανοστάτης αρσενικό

  1. η κολόνα στην οποία στηρίζεται ένα φως, μια λάμπα για φωτισμό κυρίως δημόσιων χώρων
  2. φανός, τύπος οδικού φανού, το φωτιστικό εξωτερικού χώρου σε κολόνα (συνολικά, όλο μαζί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.