φανοστάτης
Νέα ελληνικά (el)

Το πάνω μέρος ενός φανοστάτη στη Γερμανία
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φανοστάτης | οι | φανοστάτες |
| γενική | του | φανοστάτη | των | φανοστατών |
| αιτιατική | τον | φανοστάτη | τους | φανοστάτες |
| κλητική | φανοστάτη | φανοστάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.noˈsta.tis/
Ουσιαστικό
φανοστάτης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.