φάος

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

φάος < πρωτοελληνική *pʰáos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéh₂os < *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)

Ουσιαστικό

φάος ουδέτερο (γενική του φάεος)

  1. αρχαιοελληνικό ουσιαστικό ταυτόσημο με το φῶς αλλά και, με έκταση, με το φόως. Το φως
  2. ημέρα
    κρισίμων φαέων : κρίσιμων ημερών, σημαντικών
  3. εστία φωτιάς
    πρὸς φῶς πίνειν
    μέσοις φωσίν : ούτε πολύ δυνατή, ούτε αδύναμη φωτιά, μέτρια
  4. (μεταφορικά) όπως σήμερα λέμε "είσαι το φως των ματιών μου" ή "Φώς μου!"
    φάος ὀμμάτων, ὄσσων (Πίνδαρος)
    ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος
    φάος Ἑλλήνων (Ανακρέων)
  5. τα μάτια (φάεα)
  6. αυτό που λάμπει και αποκαλύπτει
    τῆς ἀληθείας τὸ φῶς (Ευριπίδης)
    ὁ θεὸς φῶς ἐστὶν καὶ σκοτία οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ οὐδεμία (Καινή Διαθήκη, Ιωάννου Α. 5)

  • αιολικός τύπος: φαῦος
  • επικός τύπος: φόως
  • αττικός τύπος: φῶς
  • φάος, γενική φάεος και φάους, δοτική φάει, γεν. πλ. φαέων αιτ. πληθ. φάεα, δοτ. πλ. φαέεσσι και φάεσι
  • φῶς, γενική φωτός
  • φόως (επικός τύπος)

Εκφράσεις

  • τὸ φῶς κόσμον παρέχει : το φως της ημέρας είναι εγγύηση τάξης, αλλά και "η διαύγεια είναι εγγύηση τάξης"

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.