φανῇ
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φᾱνῇ
δοτική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
(
φανή
)
του
φανός
Ρηματικός τύπος
φᾰνῇ
β΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
μέσου
μέλλοντα
(
φανῶ
)
του
φαίνω
γ΄
πρόσωπο
ενικού
υποτακτικής
παθητικού
αορίστου
(
ἐφάνην
)
του
φαίνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.