φαλακρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαλακρός | η | φαλακρή | το | φαλακρό |
| γενική | του | φαλακρού | της | φαλακρής | του | φαλακρού |
| αιτιατική | τον | φαλακρό | τη | φαλακρή | το | φαλακρό |
| κλητική | φαλακρέ | φαλακρή | φαλακρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαλακροί | οι | φαλακρές | τα | φαλακρά |
| γενική | των | φαλακρών | των | φαλακρών | των | φαλακρών |
| αιτιατική | τους | φαλακρούς | τις | φαλακρές | τα | φαλακρά |
| κλητική | φαλακροί | φαλακρές | φαλακρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.laˈkros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐λα‐κρός
Επίθετο
φαλακρός, -ή, -ό
- που δεν έχει μαλλιά στο τριχωτό της κεφαλής, που έχει φαλάκρα
- (για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος
- το φαλακρό βουνό
- καραφλός (με αντιμετάθεση)
Συνώνυμα
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Πηγές
- φαλακρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| φᾰλακρο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | φαλακρός | ἡ | φαλακρᾱ́ | τὸ | φαλακρόν | |
| γενική | τοῦ | φαλακροῦ | τῆς | φαλακρᾶς | τοῦ | φαλακροῦ | |
| δοτική | τῷ | φαλακρῷ | τῇ | φαλακρᾷ | τῷ | φαλακρῷ | |
| αιτιατική | τὸν | φαλακρόν | τὴν | φαλακρᾱ́ν | τὸ | φαλακρόν | |
| κλητική ὦ! | φαλακρέ | φαλακρᾱ́ | φαλακρόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | φαλακροί | αἱ | φαλακραί | τὰ | φαλακρᾰ́ | |
| γενική | τῶν | φαλακρῶν | τῶν | φαλακρῶν | τῶν | φαλακρῶν | |
| δοτική | τοῖς | φαλακροῖς | ταῖς | φαλακραῖς | τοῖς | φαλακροῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | φαλακρούς | τὰς | φαλακρᾱ́ς | τὰ | φαλακρᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | φαλακροί | φαλακραί | φαλακρᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαλακρώ | τὼ | φαλακρᾱ́ | τὼ | φαλακρώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | φαλακροῖν | τοῖν | φαλακραῖν | τοῖν | φαλακροῖν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
- φαλακρός < επίθετο φαλός + ἄκρος
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Φ
- <φαλαρός> φαλιός, φαλακρός, λευκομέτωπος, λευκός, καὶ φαλέον
Επίθετο
φαλακρός, -α, -ον, συγκριτικός :φαλακρότερος/φαλακρώτερος
- φαλακρός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 23.2
- διεξελθόντι δὲ καὶ τῆς τρηχέης χῶρον πολλὸν οἰκέουσι ὑπώρεαν ὀρέων ὑψηλῶν ἄνθρωποι λεγόμενοι εἶναι πάντες φαλακροὶ ἐκ γενετῆς γινόμενοι, καὶ ἔρσενες καὶ θήλεαι ὁμοίως,
- Κι αφού διανύσεις μεγάλη έκταση της τραχιάς γης, συναντάς ανθρώπους που ζουν στους πρόποδες ψηλών βουνών, που καταπώς λέγεται, είναι όλοι τους φαλακροί εκ γενετής, τόσο οι άντρες όσο κι οι γυναίκες,
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- διεξελθόντι δὲ καὶ τῆς τρηχέης χῶρον πολλὸν οἰκέουσι ὑπώρεαν ὀρέων ὑψηλῶν ἄνθρωποι λεγόμενοι εἶναι πάντες φαλακροὶ ἐκ γενετῆς γινόμενοι, καὶ ἔρσενες καὶ θήλεαι ὁμοίως,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 540
- οὐδ᾽ ἔσκωψε τοὺς φαλακρούς, οὐδὲ κόρδαχ᾽ εἵλκυσεν,
- δεν κορόιδεψε αυτή φαλακρούς, ούτε κόρδακα έσυρε,
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ ἔσκωψε τοὺς φαλακρούς, οὐδὲ κόρδαχ᾽ εἵλκυσεν,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 771 (771-774)
- «φέρε τῷ φαλακρῷ, δὸς τῷ φαλακρῷ | τῶν τρωγαλίων, καὶ μἀφαίρει | γενναιοτάτου τῶν ποιητῶν | ἀνδρὸς τὸ μέτωπον ἔχοντος».
- «Πάρε αυτό, φαλακρέ· να κι αυτό, φαλακρέ· | α, δεν πρέπει να λείψει καμιά λιχουδιά | απ᾽ αυτόν που η φαλάκρα του φέγγει, απ᾽ αυτόν | που του πρώτου μας έχει ποιητή την κουτέλα.»
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- «φέρε τῷ φαλακρῷ, δὸς τῷ φαλακρῷ | τῶν τρωγαλίων, καὶ μἀφαίρει | γενναιοτάτου τῶν ποιητῶν | ἀνδρὸς τὸ μέτωπον ἔχοντος».
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 23.2
- ένα είδος σοφίσματος που εφευρέθηκε από τον Ευκλείδη από τα Μέγαρα
- (συνεκδοχικά) λείος, στιλπνός, γυμνός
Παροιμίες
Συγγενικά
- φαλάκρα
- Φαλάκρα
- Φάλακρα
- Φαλάκραι
- Φαλακραῖος
- φαλακράω
- φαλακριάω
- φαλακροειδής
- φαλακροκόραξ
- φαλακρόομαι
- φαλακρότης
- φαλακρόω
- φαλάκρωμα
- φαλάκρωσις
Πηγές
- φαλακρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαλακρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
