φαλάκρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαλάκρας οι φαλάκρες
      γενική του φαλάκρα
    αιτιατική τον φαλάκρα τους φαλάκρες
     κλητική φαλάκρα φαλάκρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

φαλάκρας < φαλακρός

Προφορά

ΔΦΑ : /faˈla.kras/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαλάκρας

Ουσιαστικό

φαλάκρας αρσενικό

  1. (οικείο) χαρακτηρισμός για εκείνον που έχει φαλάκρα, που είναι φαλακρός
    παιδιά ο φαλάκρας θα κεράσει, είναι η σειρά του

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

φαλάκρας : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φαλάκρας θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.