φαλακροκόρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φαλακροκόρακας | οι | φαλακροκόρακες |
| γενική | του | φαλακροκόρακα | των | φαλακροκοράκων |
| αιτιατική | τον | φαλακροκόρακα | τους | φαλακροκόρακες |
| κλητική | φαλακροκόρακα | φαλακροκόρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαλακροκόρακας < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία Phalacrocorax, (νεολατινικά) < αρχαία ελληνική φαλακρός + κόραξ
_(14).JPG.webp)
Φαλακροκόρακας πάνω σε ξύλο.
Ουσιαστικό
φαλακροκόρακας αρσενικό
- (πτηνό) το θαλασσοπούλι κορμοράνος, αντιστοιχεί κατά την επίσημη ταξινόμηση στον μαύρο φαλακροκόρακα (Phalacrocorax carbo)
- Το γένος Phalacrocorax περιλαμβάνει και άλλα είδη κορμοράνων εκτός από τον μαύρο φαλακροκόρακα (π.χ. το είδος Φαλακροκόραξ αριστοτέλης κ.ά.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.