κασίδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κασίδης οι κασίδηδες
      γενική του κασίδη των κασίδηδων
    αιτιατική τον κασίδη τους κασίδηδες
     κλητική κασίδη κασίδηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κασίδης < κασίδ(α) + -ης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈsi.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κασίδης

Ουσιαστικό

κασίδης αρσενικό

Εκφράσεις

  • στου κασίδη το κεφάλι : αγανακτώ με την αδιαφορία κάποιου που δεν υπολογίζει είτε τον κόπο μου είτε τη βλάβη που υφίσαταμαι από την όποια απερίσκεπτη ενέργειά του

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.