ἄκρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἄκρος | ἡ | ἄκρᾱ | τὸ | ἄκρον |
| γενική | τοῦ | ἄκρου | τῆς | ἄκρᾱς | τοῦ | ἄκρου |
| δοτική | τῷ | ἄκρῳ | τῇ | ἄκρᾳ | τῷ | ἄκρῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἄκρον | τὴν | ἄκρᾱν | τὸ | ἄκρον |
| κλητική ὦ! | ἄκρε | ἄκρᾱ | ἄκρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἄκροι | αἱ | ἄκραι | τὰ | ἄκρᾰ |
| γενική | τῶν | ἄκρων | τῶν | ἄκρων | τῶν | ἄκρων |
| δοτική | τοῖς | ἄκροις | ταῖς | ἄκραις | τοῖς | ἄκροις |
| αιτιατική | τοὺς | ἄκρους | τὰς | ἄκρᾱς | τὰ | ἄκρᾰ |
| κλητική ὦ! | ἄκροι | ἄκραι | ἄκρᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄκρω | τὼ | ἄκρᾱ | τὼ | ἄκρω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἄκροιν | τοῖν | ἄκραιν | τοῖν | ἄκροιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἄκρος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ḱrós (αιχμηρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ-.
Επίθετο
ἄκρος, -α, -ον, υπερθετικός : ἀκρότατος
- άκρος, που βρίσκεται στην άκρη, στο υψηλότερο ή το ακραίο ή το τελευταίο τοπικά τμήμα ενός συνόλου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- νηὸν Ἀθηναίης γλαυκώπιδος ἐν πόλει ἄκρῃ - στην ακρόπολη 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 88
- ἄκρῳ Ὀλύμπῳ ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν ἧστο 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 523
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
- (χρονικά) στην αρχή ή στο τέλος μιας χρονικής περιόδου ή στην κορύφωσή της
- ↪ ἄκρου τοῦ ἔαρος (στην αρχή της άνοιξης)
- ↪ ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ (με το που έπεφτε η νύχτα)
- ↪ ἄκρου τοῦ θέρεος (το κατακαλόκαιρο)
- (για πρόσωπα ή πράγματα) εξέχων, εξαιρετικός σε έναν τομέα, πολύ μεγάλος
- ※ 5ος αιώνας πκε Πλάτων, Θεαίτητος, 152d
- καὶ τῶν ποιητῶν οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως ἑκατέρας, κωμῳδίας μὲν Ἐπίχαρμος, τραγῳδίας δὲ Ὅμηρος
Εκφράσεις
Παράγωγα
- ἄκρως (επίρρημα)
σύνθετα:
- ἀκρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀκρο- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- ἄκρος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἄκρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄκρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.