καραφλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καραφλός η καραφλή το καραφλό
      γενική του καραφλού της καραφλής του καραφλού
    αιτιατική τον καραφλό την καραφλή το καραφλό
     κλητική καραφλέ καραφλή καραφλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καραφλοί οι καραφλές τα καραφλά
      γενική των καραφλών των καραφλών των καραφλών
    αιτιατική τους καραφλούς τις καραφλές τα καραφλά
     κλητική καραφλοί καραφλές καραφλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καραφλός <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φαρακλόςόψιμη ελληνιστική κοινή [1]) με αντιμετάθεση των συμφώνων [f]-[k] > [k]-[f] < αρχαία ελληνική φαλακρός με αντιμετάθεση [l]-[r] > [r]-[l] [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈflos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καραφλός

Επίθετο

καραφλός, -ή, -ό

  • (ειρωνικό, προφορικό) άλλη μορφή του φαλακρός

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. καραφλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.