άδενδρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άδενδρος | η | άδενδρη | το | άδενδρο |
| γενική | του | άδενδρου | της | άδενδρης | του | άδενδρου |
| αιτιατική | τον | άδενδρο | την | άδενδρη | το | άδενδρο |
| κλητική | άδενδρε | άδενδρη | άδενδρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άδενδροι | οι | άδενδρες | τα | άδενδρα |
| γενική | των | άδενδρων | των | άδενδρων | των | άδενδρων |
| αιτιατική | τους | άδενδρους | τις | άδενδρες | τα | άδενδρα |
| κλητική | άδενδροι | άδενδρες | άδενδρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άδενδρος : α- στερητικό + δέντρο < (ελληνιστική κοινή) ἄδενδρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.