σύνταγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνταγμα τα συντάγματα
      γενική του συντάγματος των συνταγμάτων
    αιτιατική το σύνταγμα τα συντάγματα
     κλητική σύνταγμα συντάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύνταγμα <

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsin.da.ɣma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύνταγμα

Ουσιαστικό

σύνταγμα ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) ο θεμελιώδης νόμος μιας δημοκρατικής πολιτείας
    η βουλή θα ψηφίσει την αναθεώρηση του συντάγματος
  2. (στρατιωτικός όρος) μονάδα του στρατού ξηράς, μεγαλύτερη από το τάγμα, που αριθμεί περί τους 1.000 άνδρες
    ο διοικητής του 9ου Συντάγματος επιθεώρησε τους νεοσύλλεκτους
  3. ιστορικά μνημεία που έχουν συγκεντρωθεί και καταγραφεί συνολικά
  4. (γλωσσολογία) γλωσσικά στοιχεία που συνδέονται με ιεραρχική σχέση, αποτελώντας ενότητα στο εσωτερικό μιας γλωσσικής μονάδας
  5. (τέχνη) γλυπτική παράσταση προσώπων που αποτελούν σύνολο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σύνταγμᾰ τὰ συντάγμᾰτ
      γενική τοῦ συντάγμᾰτος τῶν συνταγμᾰ́των
      δοτική τῷ συντάγμᾰτ τοῖς συντάγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σύνταγμᾰ τὰ συντάγμᾰτ
     κλητική ! σύνταγμᾰ συντάγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συντάγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  συνταγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύνταγμα < συντάσσω / συντάττω < σύν-ταγ- (τάσσω) + -μα

Ουσιαστικό

σύνταγμα ουδέτερο

  • ο τρόπος οργάνωσης μιας πόλης-κράτους
      Τὸ μὲν οὖν σύνταγμα τῆς πολιτείας τοιοῦτον ἦν αὐτοῖς (Ισοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός (7) 28.1-2) @greeklanguage.gr)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σύν, τάγμα και συντάσσω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.