σύνταγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύνταγμα | τα | συντάγματα |
| γενική | του | συντάγματος | των | συνταγμάτων |
| αιτιατική | το | σύνταγμα | τα | συντάγματα |
| κλητική | σύνταγμα | συντάγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύνταγμα <
- νομικός όρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνταγμα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική constitution
- στρατιωτικός όρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνταγμα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική régiment
- μνημείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύνταγμα
- γλωσσολογικός όρος < γαλλική syntagme[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsin.da.ɣma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐ντα‐γμα
Ουσιαστικό
σύνταγμα ουδέτερο
- (νομικός όρος) ο θεμελιώδης νόμος μιας δημοκρατικής πολιτείας
- ↪ η βουλή θα ψηφίσει την αναθεώρηση του συντάγματος
- (στρατιωτικός όρος) μονάδα του στρατού ξηράς, μεγαλύτερη από το τάγμα, που αριθμεί περί τους 1.000 άνδρες
- ↪ ο διοικητής του 9ου Συντάγματος επιθεώρησε τους νεοσύλλεκτους
- ιστορικά μνημεία που έχουν συγκεντρωθεί και καταγραφεί συνολικά
- (γλωσσολογία) γλωσσικά στοιχεία που συνδέονται με ιεραρχική σχέση, αποτελώντας ενότητα στο εσωτερικό μιας γλωσσικής μονάδας
- (τέχνη) γλυπτική παράσταση προσώπων που αποτελούν σύνολο
Συγγενικά
- Σύνταγμα (τοπωνύμιο)
- συνταγματικός
- συνταγματικότητα
- συνταγματάρχης
Μεταφράσεις
θεμελιώδης νόμος δημοκρατικής πολιτείας
|
μονάδα του στρατού ξηράς
|
Αναφορές
- σύνταγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σύνταγμᾰ | τὰ | συντάγμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | συντάγμᾰτος | τῶν | συνταγμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | συντάγμᾰτῐ | τοῖς | συντάγμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | σύνταγμᾰ | τὰ | συντάγμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | σύνταγμᾰ | συντάγμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντάγμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συνταγμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σύνταγμα ουδέτερο
- ο τρόπος οργάνωσης μιας πόλης-κράτους
- ※ Τὸ μὲν οὖν σύνταγμα τῆς πολιτείας τοιοῦτον ἦν αὐτοῖς (Ισοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός (7) 28.1-2) @greek‑language.gr)
Συγγενικά
- συνταγματάρχης
- συνταγματαρχία
- συνταγματικός
- συνταγμάτιον
- συνταγματογράφος
Πηγές
- σύνταγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύνταγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.