τάγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τάγμα | τα | τάγματα |
| γενική | του | τάγματος | των | ταγμάτων |
| αιτιατική | το | τάγμα | τα | τάγματα |
| κλητική | τάγμα | τάγματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τάγμα < αρχαία ελληνική τάγμα
Ουσιαστικό
τάγμα ουδέτερο
- μονάδα του στρατού ξηράς μικρότερη από το σύνταγμα και μεγαλύτερη από λόχο, που διοικείται από ταγματάρχη και αριθμεί περίπου 300 άνδρες
- σύνολο ατόμων που ζούσαν σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες
- κοινότητα μοναχών της καθολικής εκκλησίας που είχαν αυστηρούς κανόνες διαβίωσης
- τίτλος τιμητικών διακρίσεων και αριστείων καθώς και το σύνολο αυτών που τα έχουν λάβει
- Τάγμα του Γεωργίου Α'
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.