συνταγματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνταγματικός | η | συνταγματική | το | συνταγματικό |
| γενική | του | συνταγματικού | της | συνταγματικής | του | συνταγματικού |
| αιτιατική | τον | συνταγματικό | τη | συνταγματική | το | συνταγματικό |
| κλητική | συνταγματικέ | συνταγματική | συνταγματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνταγματικοί | οι | συνταγματικές | τα | συνταγματικά |
| γενική | των | συνταγματικών | των | συνταγματικών | των | συνταγματικών |
| αιτιατική | τους | συνταγματικούς | τις | συνταγματικές | τα | συνταγματικά |
| κλητική | συνταγματικοί | συνταγματικές | συνταγματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
συνταγματικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.