constitution
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| constitution | constitutions |
Ουσιαστικό
constitution (en)
- η σύνθεση, η σύσταση, η συγκρότηση, (δημιουργία ενός πράγματος)
- (νομικός όρος) το σύνταγμα (ο θεμελιώδης νόμος ενός κράτους)
- η γενική κατάσταση της υγείας κάποιου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.