régiment

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʁe.ʒi.mɑ̃/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
régiment régiments

régiment (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) το σύνταγμα
  2. (μετωνυμία) οι άνδρες ενός συντάγματος]]
  3. (οικείο) ο στρατός · η θητεία
  4. το πλήθος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.