régiment
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ʁe.ʒi.mɑ̃
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
régiment
régiments
régiment
(fr)
αρσενικό
(
στρατιωτικός όρος
) το
σύνταγμα
(
μετωνυμία
) οι άνδρες ενός συντάγματος]]
(
οικείο
)
ο
στρατός
· η
θητεία
το
πλήθος
bataillon
colonel
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.