Σύνταγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Σύνταγμα | τα | Συντάγματα |
| γενική | του | Συντάγματος | των | Συνταγμάτων |
| αιτιατική | το | Σύνταγμα | τα | Συντάγματα |
| κλητική | Σύνταγμα | Συντάγματα | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σύνταγμα < σύνταγμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsin.daɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σύ‐νταγ‐μα
Κύριο όνομα
Σύνταγμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.