γλυπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυπτικός η γλυπτική το γλυπτικό
      γενική του γλυπτικού της γλυπτικής του γλυπτικού
    αιτιατική τον γλυπτικό τη γλυπτική το γλυπτικό
     κλητική γλυπτικέ γλυπτική γλυπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυπτικοί οι γλυπτικές τα γλυπτικά
      γενική των γλυπτικών των γλυπτικών των γλυπτικών
    αιτιατική τους γλυπτικούς τις γλυπτικές τα γλυπτικά
     κλητική γλυπτικοί γλυπτικές γλυπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλυπτικός < (ελληνιστική κοινή) γλυπτικός < γλύπτης < αρχαία ελληνική γλύφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)

Επίθετο

γλυπτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον γλύπτη ή τη γλυπτική ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. το θηλυκό ως ουσ: Η γλυπτική  δείτε τη λέξη .

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.