σύμφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύμφωνος η σύμφωνη το σύμφωνο
      γενική του σύμφωνου της σύμφωνης του σύμφωνου
    αιτιατική τον σύμφωνο τη σύμφωνη το σύμφωνο
     κλητική σύμφωνε σύμφωνη σύμφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύμφωνοι οι σύμφωνες τα σύμφωνα
      γενική των σύμφωνων των σύμφωνων των σύμφωνων
    αιτιατική τους σύμφωνους τις σύμφωνες τα σύμφωνα
     κλητική σύμφωνοι σύμφωνες σύμφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σύμφωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμφωνος. Συγχρονικά αναλύεται σε (συν) σύμ- + φων(ή) + -ος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύμφωνος

Επίθετο

σύμφωνος, -η, ο

  1. που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλον
     αντώνυμα: αντίθετος, ασύμφωνος
  2. που είναι αντίστοιχος με κάτι άλλο
     αντώνυμα: ασύμφωνος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συν και φωνή

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

σύμφωνος < (σύν) σύμ- + φων(ή) +-ος

Επίθετο

σύμφωνος, -ος, -ον

  1. που έχει τον ίδιο ήχο, την ίδια φωνή
  2. (μουσική) που έχει το ίδιο τονικό ύψος, ή σε καλή αρμονική σχέση
    διαφορετικό το ὁμόφωνος
  3. (μεταφορικά) που είναι αντίστοιχος
  4. (μεταφορικά)
    1. που συμφωνεί
    2. που είναι συναινετικός, φιλικός

Συγγενικά

  • ἀσυμφωνέω
  • ἀσυμφωνία
  • ἀσύμφωνος
  • προσυμφωνέω, προσυμφωνῶ
  • συμφωνέω, συμφωνῶ
  • συμφωνηθείς, συμφωνηθεῖσα, συμφωνηθέν
  • συμφώνημα
  • συμφώνησις
  • συμφωνία
  • συμφωνιακός
  • συμφωνικός
  • συμφωνούντως
  • συμφωνῶν, συμφωνοῦσα, συμφωνοῦν
  • συμφώνως

 και δείτε τις λέξεις σύν και φωνή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.