συμφωνώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμφωνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμφωνῶ, συνηρημένος τύπος του συμφωνεώ < σύμφωνος < συμ- + φων(ή) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.foˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐φω‐νώ
- παρώνυμο: σύμφωνο
Ρήμα
συμφωνώ
- έχω την ίδια γνώμη
- καταλήγω με κάποιον άλλο σε συμφωνία πολιτική, στρατιωτική, οικονομική, επιχειρηματική κ.λπ.
- ※ Μιλήσανε και τις λεπτομέρειες, τα λεφτά, συμφώνησαν σ' όλα. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι, 1966 [διηγήματα])
- βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι άλλο
- (γραμματική) βρίσκομαι στο ίδιο γένος ή αριθμό ή πτώση ή πρόσωπο με άλλον όρο της πρότασης
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμφωνώ | συμφωνούσα | θα συμφωνώ | να συμφωνώ | συμφωνώντας | |
| β' ενικ. | συμφωνείς | συμφωνούσες | θα συμφωνείς | να συμφωνείς | (συμφώνει) | |
| γ' ενικ. | συμφωνεί | συμφωνούσε | θα συμφωνεί | να συμφωνεί | ||
| α' πληθ. | συμφωνούμε | συμφωνούσαμε | θα συμφωνούμε | να συμφωνούμε | ||
| β' πληθ. | συμφωνείτε | συμφωνούσατε | θα συμφωνείτε | να συμφωνείτε | συμφωνείτε | |
| γ' πληθ. | συμφωνούν(ε) | συμφωνούσαν(ε) | θα συμφωνούν(ε) | να συμφωνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμφώνησα | θα συμφωνήσω | να συμφωνήσω | συμφωνήσει | ||
| β' ενικ. | συμφώνησες | θα συμφωνήσεις | να συμφωνήσεις | συμφώνησε | ||
| γ' ενικ. | συμφώνησε | θα συμφωνήσει | να συμφωνήσει | |||
| α' πληθ. | συμφωνήσαμε | θα συμφωνήσουμε | να συμφωνήσουμε | |||
| β' πληθ. | συμφωνήσατε | θα συμφωνήσετε | να συμφωνήσετε | συμφωνήστε | ||
| γ' πληθ. | συμφώνησαν συμφωνήσαν(ε) |
θα συμφωνήσουν(ε) | να συμφωνήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμφωνήσει | είχα συμφωνήσει | θα έχω συμφωνήσει | να έχω συμφωνήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμφωνήσει | είχες συμφωνήσει | θα έχεις συμφωνήσει | να έχεις συμφωνήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμφωνήσει | είχε συμφωνήσει | θα έχει συμφωνήσει | να έχει συμφωνήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμφωνήσει | είχαμε συμφωνήσει | θα έχουμε συμφωνήσει | να έχουμε συμφωνήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμφωνήσει | είχατε συμφωνήσει | θα έχετε συμφωνήσει | να έχετε συμφωνήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμφωνήσει | είχαν συμφωνήσει | θα έχουν συμφωνήσει | να έχουν συμφωνήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμφωνούμαι | συμφωνούμουν | θα συμφωνούμαι | να συμφωνούμαι | ||
| β' ενικ. | συμφωνείσαι | συμφωνούσουν | θα συμφωνείσαι | να συμφωνείσαι | ||
| γ' ενικ. | συμφωνείται | συμφωνούνταν | θα συμφωνείται | να συμφωνείται | ||
| α' πληθ. | συμφωνούμαστε | συμφωνούμασταν συμφωνούμαστε |
θα συμφωνούμαστε | να συμφωνούμαστε | ||
| β' πληθ. | συμφωνείστε | συμφωνούσασταν συμφωνούσαστε |
θα συμφωνείστε | να συμφωνείστε | συμφωνείστε | |
| γ' πληθ. | συμφωνούνται | συμφωνούνταν | θα συμφωνούνται | να συμφωνούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμφωνήθηκα | θα συμφωνηθώ | να συμφωνηθώ | συμφωνηθεί | ||
| β' ενικ. | συμφωνήθηκες | θα συμφωνηθείς | να συμφωνηθείς | συμφωνήσου | ||
| γ' ενικ. | συμφωνήθηκε | θα συμφωνηθεί | να συμφωνηθεί | |||
| α' πληθ. | συμφωνηθήκαμε | θα συμφωνηθούμε | να συμφωνηθούμε | |||
| β' πληθ. | συμφωνηθήκατε | θα συμφωνηθείτε | να συμφωνηθείτε | συμφωνηθείτε | ||
| γ' πληθ. | συμφωνήθηκαν συμφωνηθήκαν(ε) |
θα συμφωνηθούν(ε) | να συμφωνηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συμφωνηθεί | είχα συμφωνηθεί | θα έχω συμφωνηθεί | να έχω συμφωνηθεί | συμφωνημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συμφωνηθεί | είχες συμφωνηθεί | θα έχεις συμφωνηθεί | να έχεις συμφωνηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συμφωνηθεί | είχε συμφωνηθεί | θα έχει συμφωνηθεί | να έχει συμφωνηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμφωνηθεί | είχαμε συμφωνηθεί | θα έχουμε συμφωνηθεί | να έχουμε συμφωνηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συμφωνηθεί | είχατε συμφωνηθεί | θα έχετε συμφωνηθεί | να έχετε συμφωνηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμφωνηθεί | είχαν συμφωνηθεί | θα έχουν συμφωνηθεί | να έχουν συμφωνηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.