προσυμφωνώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσυμφωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσυμφωνῶ, συνηρημένος τύπος του προσυμφωνέω (εναρμονίζω εκ των προτέρων).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + συμφωνώ

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.siɱ.foˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσυμφωνώ
τονικό παρώνυμο: προσύμφωνο

Ρήμα

προσυμφωνώ, -είς, ..., αόρ.: προσυμφώνησα, παθ.φωνή: προσυμφωνούμαι, π.αόρ.: προσυμφωνήθηκα, μτχ.π.π.: προσυμφωνημένος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συμφωνώ και φωνή

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.