σύμφωνα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐φω‐να
Ετυμολογία
- σύμφωνα < σύμφων(ος) + -α
Μεταφράσεις
σύμφωνα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
σύμφωνα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύμφωνο
- (γραμματική) → δείτε τη λέξη σύμφωνο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σύμφωνα
- αιτιατική ενικού του σύμφωνος, αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύμφωνο, ουδέτερο του σύμφωνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.