ναυλοσύμφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ναυλοσύμφωνο | τα | ναυλοσύμφωνα |
| γενική | του | ναυλοσυμφώνου & ναυλοσύμφωνου |
των | ναυλοσυμφώνων |
| αιτιατική | το | ναυλοσύμφωνο | τα | ναυλοσύμφωνα |
| κλητική | ναυλοσύμφωνο | ναυλοσύμφωνα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ναυλοσύμφωνο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) έγγραφη σύμβαση (συμφωνητικό) για τη ναύλωση πλοίου προς μεταφορά συγκεκριμένου φορτίου (είδος, ποσότητα), προορισμού (από και προς), χρόνου εκτέλεσης, ύψους ναύλου και τρόπου - χρόνου καταβολής του
- ↪Μία ναύλωση αποδεικνύεται από το ναυλοσύμφωνο ή ναυλοσυμφωνητικό, που μπορεί όμως και να αντικατασταθεί από τη φορτωτική ή άλλο παραστατικό έγγραφο που ν’ αποδεικνύει τη παραλαβή τού προς φόρτωση πράγματος (εμπορεύματος). (*)
- ομοίως ως παραπάνω για αεροπλάνο χαρακτηριζόμενο εξ αυτού τσάρτερ
Συνώνυμα
-
Charterparty στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.