συμφωνητικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συμφωνητικό | τα | συμφωνητικά |
| γενική | του | συμφωνητικού | των | συμφωνητικών |
| αιτιατική | το | συμφωνητικό | τα | συμφωνητικά |
| κλητική | συμφωνητικό | συμφωνητικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμφωνητικό < (συμφωνώ), συμφωνη- + -τικό, ουδέτερο του -τικός [1] ή (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική συμφωνητικόν [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.fo.ni.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐φω‐νη‐τι‐κό
Ουσιαστικό
συμφωνητικό ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σύμφωνος
Σημειώσεις
- Το συμφωνητικό, σε αντίθεση με τα συμβόλαιο (νομικό έγγραφο), ή τις συμβολαιογραφικές πράξεις γενικότερα, δεν συντάσσεται και επικυρώνεται από συμβολαιογράφο, ούτε απαιτείται η παρουσία και υπογραφή μαρτύρων, πέρα από τις υπογραφές των συμβαλλόμενων μερών· επίσης, δεν είναι δημόσιο έγγραφο, όπως αυτά που συντάσσονται από συμβολαιογράφο.
Αναφορές
- συμφωνητικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συμφωνητικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.