συμφωνηθείς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφωνηθείς η συμφωνηθείσα το συμφωνηθέν
      γενική του συμφωνηθέντος της συμφωνηθείσας
& συμφωνηθείσης*
του συμφωνηθέντος
    αιτιατική τον συμφωνηθέντα τη συμφωνηθείσα το συμφωνηθέν
     κλητική συμφωνηθείς συμφωνηθείσα συμφωνηθέν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφωνηθέντες οι συμφωνηθείσες τα συμφωνηθέντα
      γενική των συμφωνηθέντων των συμφωνηθεισών των συμφωνηθέντων
    αιτιατική τους συμφωνηθέντες τις συμφωνηθείσες τα συμφωνηθέντα
     κλητική συμφωνηθέντες συμφωνηθείσες συμφωνηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

συμφωνηθείς

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

συμφωνηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμφωνούμαι
  2. θα συμφωνηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμφωνούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.