συμφωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμφωνικός | η | συμφωνική | το | συμφωνικό |
| γενική | του | συμφωνικού | της | συμφωνικής | του | συμφωνικού |
| αιτιατική | τον | συμφωνικό | τη | συμφωνική | το | συμφωνικό |
| κλητική | συμφωνικέ | συμφωνική | συμφωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμφωνικοί | οι | συμφωνικές | τα | συμφωνικά |
| γενική | των | συμφωνικών | των | συμφωνικών | των | συμφωνικών |
| αιτιατική | τους | συμφωνικούς | τις | συμφωνικές | τα | συμφωνικά |
| κλητική | συμφωνικοί | συμφωνικές | συμφωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμφωνικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.fo.niˈkos/
Επίθετο
συμφωνικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στα σύμφωνα
- τα συμφωνικά συμπλέγματα τζ και τσ ...
- που αναφέρεται στην κλασική μουσική που εκτελείται από μεγάλα ορχηστρικά σύνολα
- συμφωνική μουσική, συμφωνική ορχήστρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.