σύμφωνοι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐φω‐νοι
- ομόηχο: σύμφωνη
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- σύμφωνοι: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: σύμφωνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.