ασυμφωνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυμφωνία οι ασυμφωνίες
      γενική της ασυμφωνίας των ασυμφωνιών
    αιτιατική την ασυμφωνία τις ασυμφωνίες
     κλητική ασυμφωνία ασυμφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασυμφωνία < αρχαία ελληνική ἀσυμφωνία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.siɱ.foˈni.a/

Ουσιαστικό

ασυμφωνία θηλυκό

  1. ανομοιότητα, διαφορά
  2. (μουσ.) έλλειψη αρμονίας
  3. έλλειψη συμφωνίας
    χώρισαν λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.